DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
aushülsen n
agric. ξεφλουδίζω
med. αποφλοιώνω αποφλοίωσα; ξεφλουδίζω ξεφλούδισα
aushülsen v
agric. αποφλοιώνω