DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
aufreissen n
agric. σκάλισμα
Aufreissen n
earth.sc. ρήξις
met. σχηματισμός σκασιμάτων; δημιουργία σχισμών
Aufreisser n
agric., industr. μηχανή διάλυσης ελαττωματικών τσιγάρων
construct. τοιχείο διαχωρισμού
Aufreissen v
earth.sc. διακοπή
met. σχηματισμός ραγάδων
aufreissen
: 6 phrases in 3 subjects
Earth sciences1
Mechanic engineering2
Metallurgy3