DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
aufrauhen v
agric. αναμοχλεύει
chem. θάμπωμα
industr., construct. τραχύνω
Aufrauhen v
met. τράχυνση
textile λανάρισμα; ξάσιμο; ξύσιμο
aufrauhen
: 4 phrases in 2 subjects
Industry2
Metallurgy2