DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
aufräumen n
forestr. στρώνω με χαμόκλαρα για βελτίωση φέρουσας ικανότητας
Aufräumen n n -s
comp., MS Εκκαθάριση
construct. απομάκρυνση χωμάτων
aufräumen v
comp., MS πραγματοποιώ εκκαθάριση
aufräumen
: 3 phrases in 3 subjects
Agriculture1
General1
Microsoft1