DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Aufnehmer v
agric. όργανο συλλογής
commun. διάταξη λήψης; πικ-απ
el. αρχικός ερευνητής; στοιχείο επαίσθησης
life.sc., coal. μεταλλειοκτήτης; ο εκμεταλλευτής ορυχείου
mun.plan. πατσαβούρα; χειρόμακτρο
tech. αισθητήρας
aufnehmen adj.
comp., MS δημοσιεύω
earth.sc., el. ανθίσταμαι; αντέχω; προβάλλω αντίσταση
industr., construct., met. πιάνω γυαλί
life.sc. αποτυπώνω; χαρτογραφώ
life.sc., coal. διεκδίκηση περιοχής κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος
Aufnehmen adj.
gen. προσθήκη
industr., construct., met. απόληψη υαλομάζας
IT πιάσιμο; σύλληψη
met. τυχαία σύλληψη στοιχείων κατά την εναπόθεση
aufnehmen
: 28 phrases in 11 subjects
Chemistry2
Communications1
Finances1
General5
Law5
Marketing1
Mechanic engineering1
Microsoft1
Patents1
Technology1
Transport9