DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
auflösen n
med. διασπώ διέσπασα; λύω έλυσα; αποσυνθέτω αποσυνέθεσα
Auflösen n
environ. διάλυση; αποσύνθεση; διαχωρισμός; διάλυση/αποσύνθεση/διαχωρισμός
auflösen
: 5 phrases in 3 subjects
Industry1
Microsoft1
Transport3