DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
atmosphärische Störung
environ. διαταραχή της ατμόσφαιρας; ατμοσφαιρική διαταραχή
stat., commun., scient. ατμοσφαιρικά παράσιτα; παλμός ατμοσφαιρικού θορύβου
atmosphärische Störung
: 2 phrases in 2 subjects
Communications1
Electronics1