DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
arbeitsunfähig adj.
med. ανίκανος για εργασία; ανίκανος προς εργασία
Arbeitsunfähiger adj.
health. άτομο με ειδικές ανάγκες
arbeitsunfähig
: 3 phrases in 3 subjects
Insurance1
Law1
Social science1