DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
arbeiten v
agric. υποφέρω από τη θάλασσα; υποφέρω από τη θαλασσοταραχή
el. λειτουργώ
law, commun., lab.law. εργαζόμενος
Arbeiter v
econ. εργάτης
lab.law. εργαζόμενος
lab.law., industr. αμειβόμενος με ημερομίσθιο; χειρώνακτας
law, lab.law. ωρομίσθιοι; εργατικό δυναμικό; χειρώναξ
social.sc. εργατιά; εργατική τάξη
Arbeit v
chem. δύναμη τροποποίησης ενός συστήματος
econ. εργασία
lab.law. έργο; ενεργός εργασία
law, lab.law. χειρωνακτική εργασία; επαγγελματική απασχόληση
Arbeiten v
transp., nautic. παραμορφωτικές ταλαντώσεις
arbeiten
: 481 phrases in 43 subjects
Accounting2
Agriculture4
Chemistry2
Communications11
Construction4
Cultural studies4
Earth sciences5
Economy22
Education5
Electronics10
Employment5
Energy industry1
Environment3
Finances16
Fish farming pisciculture1
Forestry3
General71
Government, administration and public services2
Health care6
Human rights activism15
Immigration and citizenship1
Industry10
Information technology11
Insurance2
Labor law61
Law97
Marketing3
Materials science7
Mechanic engineering2
Medical14
Metallurgy3
Microsoft2
Municipal planning2
Natural sciences4
Politics6
Scientific1
Social science28
Sociology1
Statistics8
Taxes2
Technology3
Trade unions6
Transport15