DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
anziehen adj.
earth.sc., el. επαφή ενεργοποιημένη; κλειστή επαφή
el. διεγείρω
fin. κέρδος
life.sc. To take
med. έλκω έλκυσα; προσελκύω προσέλκυσα
Anziehender Bremse adj.
transp. εφαρμογή φρένων; πέδηση
Anziehen adj.
chem., met. τράβηγμα
anziehen
: 16 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering1
Transport15