DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
anschliessen v
stat., el. συνδέω
Anschließer v
transp. ιδιοκτήτης ιδιωτικής διακλάδωσης; ιδιοκτήτης παρακαμπτήριας γραμμής
anschliessen
: 2 phrases in 1 subject
Law2