DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Anlauf v
commun., IT σήμα ενάρξεως
construct. μετωπίδα; γύρισμα; Κλίση τοίχου
industr., construct. ξεκίνημα
IT, tech. αποκατάσταση αρχικών συνθηκών; ενεργοποίηση; ορισμός αρχικής κατάστασης
mech.eng. διαδρομή προσέγγισης
mech.eng., el. εκκίνηση
transp. διεύθυνση
anlaufen adj.
commun., el. εκκινώ; θέτω σε λειτουργία
mech.eng. να γυρίσει η μηχανή; να γυρίσει η πτερωτή; να γυρίσει το στροφείο
Anlaufen adj.
industr., construct., met. ανάπτυξη χρώματος με θερμική κατεργασία; θάμπωμα; πούσι
mech.eng., el. εκκίνηση
anlaufen
: 33 phrases in 6 subjects
Chemistry3
Earth sciences1
General1
Industry2
Mechanic engineering15
Transport11