DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Anlasser v
el. ελεγκτής; συνδυασμός; εκκινητήρας; εκκινητήρας οχήματος
stat., el. εκκινητής; μίζα
anlassen adj.
met. επαναφορά χάλυβα; ψύξη και αναθέρμανση
Anlassen adj.
earth.sc., met., el. επαναφορά
industr., construct. έναρξη κίνησης; ξεκίνημα
industr., construct., met. ανάπτυξη χρώματος με θερμική κατεργασία; αγρίεμα τροχού; αναγέννηση τροχού
mech.eng., el. εκκίνηση
anlassen
: 47 phrases in 12 subjects
Accounting2
Agriculture3
Astronautics1
Earth sciences1
Electronics7
Finances1
General2
Law1
Mechanic engineering17
Metallurgy6
Technology5
Transport1