DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
anhäufen n
med. συσσωρεύω συσσώρευσα; επισωρεύω επισώρευσα; μαζεύω μάζεψα; συγκεντρώνω συγκέντρωσα; επισωρεύω επισωρευσα