DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
abstechen n
met. αποχύτευση
abstechen v
met. χύτευση
Abstechen v
agric. μετάγγιση; μετάγγιση οίνου εκ του ληνού εις βαρέλια, βυτία
health. αποκεφαλισμός; σφαγή
mech.eng. εργασία κοπής σε τεμάχια ορισμένου μήκους
met. τεμαχισμός; αποκοπή με τόρνευση
abstechen
: 4 phrases in 3 subjects
General2
Health care1
Metallurgy1