DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
abschleifen n
coal., met. αποξέω
industr., construct. απομαλλιάζω δέρμα
met. ξύνω; γδέρνω; λειαίνω
met., mech.eng. αλέθω; λειαίνω με τόρνο; τρίβω
Abschleifen n
chem. μηχανική απομετάλλωση
construct. ισοπέδωση; πλάνισμα
mech.eng., construct. λείανση συλλέκτη
abschleifen
: 4 phrases in 1 subject
Transport4