DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | noun | to phrases
Abschlag v
agric. μείωση τιμής
agric., industr. μείωση
coal., el. προώθηση ανά κύκλο ανατίναξης
fin. δόσεις; τμηματική αποπληρωμή; τμηματική εξόφληση; διαφορά υπό το άρτιο
law, social.sc. δόση
abschlagen adj.
commun. αποτυπώνω; εντυπώνω; κάνω ανάγλυφο; τυπώνω
transp. αφαιρώ εξαρτισμό
Abschlagen adj.
agric. ξύλωμα και επισκευή των βαρελιών
industr., construct., met. απόσπαση γυάλινου αντικειμένου από τον υαλουργικό αυλό
 German thesaurus
Abschlag n
sport. siehe Abschlagplatz (гольф, teeing ground Andrey Truhachev)
abschlagen
: 19 phrases in 7 subjects
Accounting2
Agriculture2
Coal1
Environment1
Finances6
Marketing1
Metallurgy6