DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
abrollen v
IT εκτυλίσσω
met. εκτυλίγω; ξετυλίγω
transp. κίνηση με ταυτόχρονη διάσπαση από τη σύνθεση της αμαξοστοιχίας
Abrollen v
industr., construct., chem. Ξετύλιγμα
IT, el. rollover
mater.sc. εκτύλιξη
abrollen
: 5 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Metallurgy1
Transport3