DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Abliegen v
commun. αποβαφή; μουτζούρωμα
ablegen adj.
commun. διαλύω ένα κομμάτι; ρίχνω στην κάσα
med. ωοαποθέτω ωοαπέθεσα; αφήνω αυγά άφησα; γεννώ αυγά γέννησα
Ablegen adj.
commun. διάλυσις; τοποθέτηση στην κάσσα στοιχείων
nat.sc., forestr. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες
ablegen
: 5 phrases in 4 subjects
Education1
Industry2
Law1
Microsoft1