DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
ablaichen n
med. ωοαποθέτω ωοαπέθεσα; αφήνω αυγά άφησα; γεννώ αυγά γέννησα
Ablaichen n
med. απόθεση αυγών; εναπόθεση ωαρίων
Ablaichen v
med. ωοτοκία