DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
abheben m
el. απεμπλέκω
Abheben m
chem. τρέξιμο εφυαλωμάτων
construct. εκθάμνωση; καθάρισμα εδάφους
transp. αποκόλληση; αποκόλληση από την γήινη επιφάνεια; αποκόλληση από τη γήινη επιφάνεια
transp., avia. απογείωση
abheben
: 14 phrases in 4 subjects
Communications3
Metallurgy7
Natural sciences1
Transport3