DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | noun | to phrases
Abgleiche v
el. συντονισμός; συντονισμός κυκλώματος
Abgleich v
IT, el. ευθυγράμμιση
abgleichen adj.
tech. λειαίνω
Abgleichen adj.
el. λεπτή ρύθμιση συντονισμού
IT, mech.eng. ταίριασμα
transp. εξομαλύνω; ομαλοποιώ; τελική διαμόρφωση
transp., construct. εξομάλυνση επιφανείας
 German thesaurus
Abgleich n
metrol. Der Vorgang, ein Gerät mit seinen technischen Daten in Übereinstimmung zu bringen
abgleichen
: 12 phrases in 7 subjects
Electronics3
Finances2
Immigration and citizenship2
Industry1
Information technology2
Materials science1
Microsoft1