DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
abgiessen n
met. αποχύτευση; χύτευση
Abgießen n
cultur. χύσιμο; αντίτυπο; εκμαγείο; καλούπι; μήτρα
abgiessen
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1