DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
abbinden adj.
transp., mater.sc. να δεθεί
Abbinden adj.
chem., construct. πήξις
construct. πήξη σκυροδέματος
earth.sc., el. δέσιμο καλωδίων σε δέσμη; δεσμοδέτηση καλωδίων
mater.sc. πήξιμο του τσιμέντου
med. απολινώ
abbinden
: 8 phrases in 3 subjects
Chemistry6
Earth sciences1
Metallurgy1