DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Zwischenverstärker m m -s, =
commun. ενδιάμεσος εξοπλισμός ενίσχυσης
el. αναγεννητής; τηλεφωνικός επαναλήπτης; τηλεφωνικός αναμεταδότης; τηλεφωνικός ενισχυτής
IT ενδιάμεσος επαναλήπτης
IT, el. επαναληπτήρας; ενισχυτής; επαναλήπτης