DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | to phrases
Zuschlag m m -(e)s, ..schläge
construct. αποδοχή
Zuschlag n
gen. ανάθεση της σύμβασης
agric., industr. αύξηση τιμής
construct. κατακύρωσις
econ., stat. συμπλήρωμα τιμής; προσαύξηση
fin., agric., industr. δημοπρασία; διαγωνισμός; πωλήσεις με διαγωνισμό
hobby, commun. πρόσθετο τέλος
market. συντελεστής γενικών εξόδων
tech., met. ρευστοποιητής
Zuschläge v
met., el. πρόσθετα υλικά
Zuschlag
: 36 phrases in 17 subjects
Agriculture3
Construction1
Economy1
Finances3
General2
Government, administration and public services3
Hobbies and pastimes3
Insurance1
Law2
Marketing1
Materials science1
Metallurgy1
Patents1
Social science1
Taxes4
Technology2
Transport6