DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Zubehör m m -(e)s, -e
agric. εργαλεία για ενσίρωση
comp., MS βοήθημα
el. εξάρτημα
forestr. αξεσουάρ
IT Βοηθητικός εξοπλισμός
mech.eng. προσαρτούμενα εξαρτήματα
transp. συναρμολογούμενο εξάρτημα
transp., avia. παρελκόμενα; εξαρτήματα
Zubehöre m
law, industr., construct. βοηθητικά υλικά
Zubehör
: 15 phrases in 10 subjects
Communications2
Forestry1
General1
Industry1
Labor law2
Mechanic engineering1
Microsoft1
Statistics1
Technology4
Transport1