DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Zement m m -(e)s
gen. τσιμέντο,κονία
chem., construct. υδραυλικόν τσιμέντον
econ. τσιμέντο
environ. οδοντοκονία; θηραϊκή γη; στόκος
life.sc., R&D. οστεϊνη ουσία του δοντιού ; ουσία για σφράγισμα των δοντιών
Zement adj.
med. οστεΐνη (cementum)
Zement
: 54 phrases in 11 subjects
Agriculture1
Chemistry9
Construction17
Earth sciences1
Environment2
Industry13
Materials science1
Mechanic engineering1
Medical2
Technology1
Transport6