DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Zahnung f
mech.eng. κοπτική οδόντωση; οδόντωση; δόντι
med. οδοντοφυΐα; ανατολή οδόντων
Zähnung f f =, -en
forestr. δόντια
hobby, commun. οδόντωση
Zahnung
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1