DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Zahlungsverzug m m -(e)s
fin. καθυστέρηση πληρωμής; ανεπάρκεια
insur., busin., labor.org. υπερημερία πληρωμών; υπερημερία κατά την πληρωμή
law, fin. παράλειψη οφειλέτου; αδυναμία πληρωμής