DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Wurmloch n n -(e)s, ..löcher
agric. σκουληκοφαγωμένο
industr., construct. τρήμα; διανοιγμένη τρύπα; σκωληκότρημα
met. πόροι σε σειρά ενωμένοι μεταξύ τους