DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Wolfen m
industr., construct. λύκος m
Wolf m -(e)s, Wölfe
econ. άύκος m
forestr. λύκος m
mamm. likos (Canis lupus); λύκος m (Canis lupus)
med. πρωκτικό παράτριμμα (intertrigo ani); παράτριμμα f
met. όγκος m
nat.res. λύκος m (Canis lupus)
wolfen m
industr., construct. τινακτική; ανοίγω; περνάω από χάρτζι
Wolfen
: 6 phrases in 3 subjects
Environment1
Life sciences3
Medical2