DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Winde f =, -n
mech.eng. ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; γρύλλος ανύψωσης; γρύλλος για την ανύψωση της γραμμής
nat.sc., agric. κομβόλβουλος ο αρουραίος (Convolvulus arvensis)
Winden v
industr., construct., met. σχοινία
Winde v
gen. βίντσι
agric. βίντσικν.
industr., construct., met. κυματοειδές σχοινί; ανομοιογενής λωρίδα
mech.eng. βαρούλκο; γρύλλος; μηχανισμός ανύψωσης; κρίκος ανύψωσης; γρύλος ανύψωσης
nat.sc., agric. περιλλόκαυλον το αρουραίον (Convolvulus arvensis)
transp. χειροκίνητο βαρούλκο
Wand v
construct. τοίχος ποδός
environ. τοίχωμα; τείχος; τοίχος; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος; τοίχωμα/τοίχος/τοιχείο/τείχος
met., el. λέβητας; πλευρικό τοίχωμα
Wind v
environ. άνεμος
met. αέρας εμφύσησης
transp., avia. Ρεύμα αέρα
Winden
: 169 phrases in 20 subjects
Agriculture15
Coal1
Communications1
Construction5
Cultural studies1
Earth sciences20
Electronics2
Energy industry2
Environment2
General4
Health care2
Hobbies and pastimes9
Industry3
Life sciences42
Materials science4
Mechanic engineering19
Metallurgy4
Municipal planning2
Natural sciences4
Transport27