DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Wiege n
transp. βάθρο καθέλκυσης
Wiege v
med. δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος; κούνια; λίκνο; μικρή κλίνη
met., el. αντίβαρο
transp. λίκνο καθέλκυσης; έδραση; βάση; υποδοχή; διαδοκίδα εγκάρσια; ζυγός εγκάρσιος
Wiege
: 2 phrases in 2 subjects
Electronics1
Natural sciences1