Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
noun
|
to phrases
Wertpapiere
f
account.
χρεόγραφα
econ.
τίτλοι αξιών
fin.
εμπορικό γραμμάτιο
;
χαρτοφυλάκιο χρεωγράφων
;
διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα
;
εμπορεύσιμα αξιόγραφα
;
εμπορικά γραμμάτια
Wertpapiere
ohne Anteilsrechte
f
account.
χρεόγραφα εκτός από μετοχές, εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων
Wertpapier
n
econ.
κινητές αξίες
fin.
χρεόγραφα
;
διαπραγματεύσιμος τίτλος
;
διαπραγματεύσιμος τίτλος εμπορεύσιμο χρεώγραφο
;
εμπορεύσιμος τίτλος
;
χρεώγραφο
;
αξία
;
αξιόγραφο
;
κινητή αξία
;
τίτλος
;
αξίες
;
τίτλοι
;
τίτλος αξία
fin., account.
αξιόγραφα
;
τίτλος αξιών
Wertpapiere
:
296 phrases
in 10 subjects
Accounting
6
Business
6
Economy
17
Finances
233
General
6
Insurance
1
Investment
2
Law
8
Marketing
11
Statistics
6
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips