DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Werkzeug n n -(e)s, -e
chem. καλούπι με ολική επισφράγιση; καλούπι ολικού κλεισίματος
IT κατασκευαστής συστήματος εμπειρογνώμονα; εργαλείο κατασκευής συστήματος εμπειρογνώμονα
mech.eng. μικροεργαλείο
nat.sc., earth.sc., mech.eng. εργαλείο
Werkzeuge n
mech.eng. εργαλεία; σύνεργα
Werkzeug adj.
forestr. σκεύος
Werkzeug
: 123 phrases in 16 subjects
Agriculture10
Chemistry26
Construction1
Earth sciences1
Economy1
Electronics5
Finances1
General3
Industry4
Information technology13
Labor law4
Materials science1
Mechanic engineering43
Medical2
Metallurgy6
Transport2