DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Werkmeister m m -s, =
gen. Eιδικευμένος εργάτης
gov. ειδικευμένος εργάτης
law, lab.law. εργοδηγός γενικά
transp. προϊστάμενος μικρού διαμερίσματος γραμμής; αρχιεργάτης γραμμής