DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Wender m m -s, =
gen. κύλινδρος καθαρισμού λαναριού
agric. αναστροφέας λωρίδων χόρτου; αναστροφέας κομμένων σειρών χόρτου
met. περιστροφέας; ανυψωτικός βραχίονας
Wender
: 6 phrases in 2 subjects
Agriculture3
Technology3