DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Weichmacher m m -s, =
chem. προϊόν για πλαστικοποίηση; μαλακτικό; μαλακυντής; μαλακυντικό μέσο; πλαστικοποιητής
econ. πλαστικοποιητής
health. τρυφεροποιητής
industr., construct. πλαστικοποιητικό
Weichmacher
: 2 phrases in 1 subject
Chemistry2