DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Wäsche f f =, -n
gen. ασπρόρρουχα; ρούχα
environ. λεύκανση
industr., construct. έκπλυση πολτού; πλύση του πολτού
Waschen adj.
gen. πλύση
chem. έκπλυση
environ. πλύση/πλύσιμο
industr., construct. έκπλυση πολτού; πλύση του πολτού; πλύσιμο υφάσματος
waschen adj.
transp. πλύση
Waschen
: 41 phrases in 13 subjects
Agriculture5
Chemistry8
Coal1
Commerce1
Earth sciences1
Environment4
General2
Health care2
Industry11
Law2
Mechanic engineering1
Pharmacy and pharmacology1
Technology2