DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Wandern adj.
commun. τρεμούλιασμα απεικόνισης
hobby πεζοπορία
industr., construct. μετανάστευση
met. απορρύθμιση μήτρας σφυρηλασίας
wandern adj.
comp., MS περιαγωγή
med. αποδημώ αποδήμησα; μεταναστεύω μετανάστευσα
Wandern
: 7 phrases in 3 subjects
Communications1
Natural sciences4
Transport2