DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Walzwerk n n -(e)s, -e
industr. εργοστάσιο ελάσεως
industr., construct. μαλακτήρας
industr., construct., mech.eng. αναμεικτήρας με κυλίνδρους; κυλινδρόμυλος
mech.eng. έλαστρο
tech., met. έλαστρο, εγκατάσταση εξελάσεως
Walzwerk
: 9 phrases in 1 subject
Metallurgy9