DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Walze f f =, -n
gen. κάννη
Walzen v
chem. έλαση
immigr., tech. κύλινδροι ; κυλινδρικά πιεστήρια
industr., construct., met. διαδικασία κυλίνδρισης
leath. κυλίνδρισμα; συμπίεση
textile εξέλαση
transp. κυλίνδρωση
Walze v
gen. κάννη όπλου
agric. κύλινδρος ισοπέδωσης
agric., mech.eng. στοιχείο κυλίνδρου; σώμα κυλίνδρου; τύμπανο κυλίνδρου
chem. κύλινδρος ελάστρου
commun. κύλινδρος μελανώματος; κύλινδρος πιεστηρίου
construct. κύλινδρος συμπίεσης εδαφών
industr., construct., met. έλαστρο; κύλινδρος; ρολλό
IT, life.sc. νέφος κύματος όρους; ρότορ
tech., industr., construct. ρόλος
transp. οδοστρωτήρας; δίνη; τύρβη
walzen v
commun., industr., construct. καθαρίζω τους κυλίνδρους
industr., construct. εξελαύνω
transp. κυλινδρώ; συμπυκνώνω με χρήση οδοστρωτήρα
Walzer v
lab.law. χειριστής ψυχρού ελάστρου
met. ελασματουργός; κύλινδρος έλασης
Wälzen v
industr., construct., met. διεργασία διαμόρφωσης του γυαλιού με πλάκα
met., mech.eng. κύλιση
Walzen n -s
forestr. κύλινδροι; ροδάκια; ράουλα
Walzen
: 113 phrases in 11 subjects
Agriculture20
Chemistry20
Communications1
Construction2
Industry22
Labor law1
Mechanic engineering24
Metallurgy13
Municipal planning1
Technology8
Transport1