|
|
gen. |
κάννη |
|
|
chem. |
έλαση |
immigr., tech. |
κύλινδροι ; κυλινδρικά πιεστήρια |
industr., construct., met. |
διαδικασία κυλίνδρισης |
leath. |
κυλίνδρισμα; συμπίεση |
textile |
εξέλαση |
transp. |
κυλίνδρωση |
|
|
gen. |
κάννη όπλου |
agric. |
κύλινδρος ισοπέδωσης |
agric., mech.eng. |
στοιχείο κυλίνδρου; σώμα κυλίνδρου; τύμπανο κυλίνδρου |
chem. |
κύλινδρος ελάστρου |
commun. |
κύλινδρος μελανώματος; κύλινδρος πιεστηρίου |
construct. |
κύλινδρος συμπίεσης εδαφών |
industr., construct., met. |
έλαστρο; κύλινδρος; ρολλό |
IT, life.sc. |
νέφος κύματος όρους; ρότορ |
tech., industr., construct. |
ρόλος |
transp. |
οδοστρωτήρας; δίνη; τύρβη |
|
|
commun., industr., construct. |
καθαρίζω τους κυλίνδρους |
industr., construct. |
εξελαύνω |
transp. |
κυλινδρώ; συμπυκνώνω με χρήση οδοστρωτήρα |
|
|
lab.law. |
χειριστής ψυχρού ελάστρου |
met. |
ελασματουργός; κύλινδρος έλασης |
|
|
industr., construct., met. |
διεργασία διαμόρφωσης του γυαλιού με πλάκα |
met., mech.eng. |
κύλιση |
|
|
forestr. |
κύλινδροι; ροδάκια; ράουλα |