DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Wahnkante f
forestr. λειψάδι; εξακρίδιο; ελαττώνω; μειώνω; φθίνω
industr., construct. στόμωμα; φθορά κοπτικών άκρων; φθορά της κόψης κοπτικού εργαλείου; κοίλωμα; βαθούλωμα