DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Vorausexemplar n
polit. πρόχειρο αντίγραφο; προαντίγραφο; ανεπίσημο αντίγραφο; πρώτη μορφή
work.fl., commun. προαντίτυπο; δείγμα