DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Vorarbeiter m m -s, =
forestr. πρωτομάστορας; επιβλέπων; επιβλέπων συγκομιδής
lab.law. προïστάμενος συνεργείου
law, lab.law. ομαδάρχης; πρώτος εργάτης; προϊστάμενος; υπεύθυνος μιας ομάδας εργατών στην σιδηρουργία; αρχιεργάτης; αρχηγός; αρχηγός μιας ομάδας εργατών σιδήρου; διαχειριστής; διευθυντής; επόπτης; επιστάτης; μάνατζερ
Vorarbeiter
: 3 phrases in 2 subjects
Labor law1
Transport2