DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Vignette f f =, -n
commun. ανθέμιο; ανθύλλιο; τυπογραφικό κόσμημα; διακόσμηση,βινιέτα στοιχειοχύτη; βινιέτα; κορωνίς; κόσμημα
cultur., commun. τυπογραφική διακόσμηση
Vignette
: 3 phrases in 2 subjects
Communications1
Taxes2