DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb
Vibrieren n
med. δονισμός; ταλάντευση; τρόμος; τρεμούλα
vibrieren n
med. δονούμαι νb δονήθηκα
Vibrieren v
agric., industr., construct. μάσημα
med. δόνηση