DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Verzerrung f f =, -en
earth.sc. στρέβλωσις; παραμόρφωσις
el. παραμόρφωση κυματομορφής
industr., construct., met. οπτική διακύμανση; οπτική ισχύς
math. μεροληψία
med. παραμόρφωση
stat. συστηματικό σφάλμα; μεροληψία τύπου; απόκλισις
tax. αντίστροφη στρέβλωση
Verzerrung v
med. στρεύλωση
Verzerrung
: 99 phrases in 15 subjects
Commerce3
Communications9
Earth sciences4
Economy1
Electronics22
Finances1
Health care2
Industry3
Information technology12
Law1
Mathematics1
Medical23
Natural sciences1
Statistics11
Technology5