DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Verstopfung f f =
gen. επιπλήρωση; πιάσιμο του φίλτρου με στερεές ουσίες; στόμωση
chem., el. έμφραξη
IT Συμφόρηση
mater.sc. φράξιμο διακένων; βούλωμα των διακένων στη σχάρα της εστίας; κλείσιμο διακένων
med. φράξιμο; απόφραξη; κλείσιμο; στένωση; βούλωμα; παρεμπόδιση; παρακώλυση
Verstopfung
: 7 phrases in 5 subjects
General1
Health care1
Information technology1
Materials science3
Transport1